κατακελεύω

Revision as of 17:06, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

English (LSJ)

A command silence, Ar. Av.1273: generally, command, c. inf., Plu.Oth.18 (s. v.l.). 2 of the boatswain, give the time in rowing, Ar.Ra.207.

German (Pape)

[Seite 1352] (s. κελεύω), befehlen; c. inf, Plut. Oth. 18; zurufen, den Ruderern den Takt angeben, Ar. Ran. 208; danach übertr. Av. 1273, nach den Schol. σιγὴν πρόσταξον.

French (Bailly abrégé)

1 faire faire silence ; commander avec inf.;
2 particul. marquer la mesure pour les rameurs.
Étymologie: κατά, κελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κελεύω bevel geven:. κατακέλευσον geef het signaal! Aristoph. Av. 1273; κατακέλευε δή geef het tempo maar aan! Aristoph. Ran. 207.

Russian (Dvoretsky)

κατακελεύω:
1 настаивать, требовать, заставлять (ἄρχειν, sc. τινά Plut.);
2 приказывать молчать, водворять тишину Arph.;
3 отбивать такт гребцам, командовать Arph.

Greek Monolingual

κατακελεύω (Α)
1. επιβάλλω σιωπή
2. διατάσσω
3. (για τον κελευστή) δίνω τον ρυθμό της κωπηλασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κελεύω «διατάζω»].

Greek Monotonic

κατακελεύω: μέλ. -σω,
I. επιβάλλω, διατάσσω σιωπή, σε Αριστοφ.· γενικά, προστάζω, με απαρ., σε Πλούτ.
II. λέγεται για τον κελευστήν, δίνω τα προστάγματα και καθορίζω τον χρόνο και τον ρυθμό της κωπηλασίας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακελεύω: ἐπιβάλλω, ἐπιτάττω σιωπήν, κατακέλευσον = σιγήν πρόσταξον, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273· καθόλου, ἐπιτάττω, διατάττω, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Ὄθων 18. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ κελευστοῦ, δίδω τὰ προστάγματα καὶ ὁδηγῶ εἰς τὸν χρόνον ἢ ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 208.

Middle Liddell

fut. σω
I. to command silence, Ar.: generally, to command, c. inf., Plut.
II. of the κελευστής, to give the time in rowing, Ar.