εὐπατόριον

Revision as of 14:35, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό (v.l. -ος, ὁ), A Agrimonia eupatorium (so called from Mithridates Eupator), agrimony, Dsc.4.41. 2 = πράσιον, Ps.-Dsc. 3.105.

German (Pape)

[Seite 1087] τό, Name einer Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰτόριον: τό, βατάνη τις, agrimonia eupatorium (κληθεῖσα οὕτως ἀπὸ Μιθριδάτου τοῦ Εὐπάτορος), Διοσκ. 4. 41.

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐπατόριο(-ν) Ευπάτωρ
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη
μσν.-αρχ.
βότανο κατά τών δηλητηριάσεων, που πήρε την ονομασία του από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε τη χρησιμότητά του ως αντιδότου κατά τών δηλητηριάσεων.