γλέφαρον

Revision as of 19:30, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

English (LSJ)

τό, Aeolic for βλέφαρον, Pi. O. 3.12, etc.

Spanish (DGE)

v. βλέφαρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλέφαρον -ου, τό Aeol. voor βλέφαρον.

German (Pape)

τό, dor. = βλέφαρον, Pind. Ol. 3.12.

Russian (Dvoretsky)

γλέφᾰρον: τό Pind. v.l. = βλέφαρον.

Greek (Liddell-Scott)

γλέφαρον: τό, Αἰολ. ἀντὶ βλέφαρον, Πίνδ.

English (Slater)

γλέφᾰρον (-α, -ων, -οις)
   a brow, forehead γλεφάρων Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.12) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.45)
   b eye, eyelid κελαινῶπιν δἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.8) ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121) παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (sc. Κυράνα) (P. 9.24) Ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις (Heyne: βλεφ- codd.) (N. 8.2)
   c fragg. ]α γλέφαρα[ fr. 51. f. c. γλεφ[ P. Oxy. 2446. fr. 25. 1.

Greek Monolingual

το
βλ. βλέφαρο.

Greek Monotonic

γλέφαρον: τό, Αιολ. αντί βλέφαρον.