ἀπάρθενος

Revision as of 08:50, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")

English (LSJ)

ον, non-virgin, no more a maid, Theoc.2.41; νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον = wife unwed and virgin that is no virgin / virgin wife and widowed maid / bride that is no bride, virgin that is virgin no more E.Hec.612.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser llamada virgen παρθένον τ' ἀπάρθενον de Polixena sacrificada como desposada con Aquiles, E.Hec.612.
2 no virgen, desflorada ἔθηκε κακὰν καὶ ἀ. ἦμεν Theoc.2.41.

German (Pape)

[Seite 280] nicht mehr Jungfrau, Theocr. 2, 41; aber παρθένος ἀπάρθενος Eur. Hec. 610 = unglückliche Jungfrau.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
παρθένος ἀπάρθενος EUR vierge qui n'est plus vierge en parl. de Polyxène mariée à l'ombre d'Achille et dès lors ἀπάρθενος, mais παρθένος puisque c'est à une ombre qu'elle est mariée.
Étymologie: , παρθένος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάρθενος:
1 Theocr. = ἀπαρθένευτος;
2 не познавшая девичьих радостей: παρθένος ἀ. Eur. несчастная дева (о Поликсене, обрученной с тенью Ахилла).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάρθενος: -ον, ἡ μηκέτι παρθένος, Θεόκρ. 2. 41· νύμφην τ’ ἄνυμφον παρθένον τ’ ἀπάρθενον, «κακοπάρθενον παρθένον καὶ κακόνυμφον νύμφην» (Σχόλ.) Εὐρ. Ἑκ. 612.

Greek Monolingual

(I)
ἀπάρθενος, -ον (Α)
αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα.
(II)
-η, -ο
1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι»)
2. αδούλευτος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α- (προθετ.) + παρθένος
β) < αει-πάρθενος
και γ) < ευ-πάρθενος].

Greek Monotonic

ἀπάρθενος: -ον, αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα, σε Θεόκρ.· νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ'ἀπάρθενον, «παντρεμένη παρθένα και χήρα νύφη», σε Ευρ.

Middle Liddell


no more a maid, Theocr.; νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον "virgin wife and widow'd maid, " Eur.