ἐατέος

Revision as of 08:55, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")

English (LSJ)

α, ον, (ἐάω) A to be suffered, E.Ph.1210: c. inf., ἐατέος ἐστὶ φεύγειν Hdt.8.108, cf. Pl.R.401b. 2 ἐατέον one must suffer, E.HF 173, etc. II to be let alone or given up, ἐ. ὁ πλοῦτος Id.Hel.905, cf. Ph.1.564. 2 τὴν πόλιν ἐατέον τῆς κατοικίσεως we must let it alone as to foundation, Pl.Lg.969c; one must dismiss from one's mind, Id.Grg.512e; one must omit, Str.2.5.18.

Spanish (DGE)

(ἐᾱτέος) -α, -ον
1 que debe ser permitido c. inf. (τὸν Πέρσην) ἐατέον ὦν εἶναι φεύγειν así que (al ejército persa) debía permitírsele huir Hdt.8.108, οὐκ ἐατέος παρ' ἡμῖν δημιουργεῖν Pl.R.401b, ὧν οὐδὲν ἐατέον οὕτως ἔχειν Isoc.5.132, οὐκ ἐατέος ... νόμος κύριος νυνὶ γενέσθαι D.24.78, οὗτοι ... ἐατέοι ἐνταυθοῖ εἶναι, οὗπερ μένειν ἐθέλουσιν Plot.1.4.2, c. ac. τὰ μὲν τοιαῦτα ἐατέα Pl.Phdr.236a.
2 que debe ser dejado aparte, abandonado ἐ. δ' ὁ πλοῦτος ἄδικός τις ὤν E.Hel.905, (ὅρα) μὴ ... τὸ ζῆν ὁποσονδὴ χρόνον, τόν γε ὡς ἀληθῶς ἄνδρα ἐατέον ἐστίν (mira) que el vivir mucho o poco, al menos para un hombre de verdad, sea dejado de lado, e.e., no sea lo más importante para ese hombre, Pl.Grg.512e, οἱ ... (τὴν κρᾶσιν) τῇ παραθέσει διδόντες ... ἐατέοι Plot.2.7.1, ἐατέ' déjalo E.IA 671
que se debe dejar reposar ἀνήθου σπέρμα ... ἐατέον εἰς οἶνον Gp.8.3.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'il faut permettre : ἐατέος φεύγειν HDT qu'il faut laisser fuir ; ἐατέον, il faut laisser ou permettre.
Étymologie: adj. verb. de ἐάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐᾱτέος: [adj. verb. к ἐάω
1 от которого нужно отказаться: οὐκ ἐατέον Eur. (этого) так оставить нельзя;
2 который нужно предоставить или допустить: ἐατέον εἶναι φεύγειν Her. нужно дать ему возможность бежать.

Greek (Liddell-Scott)

ἐᾱτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐάω, ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐπιτρέψῃ τις, Εὐρ. Φοίν. 1210· μετ’ ἀπαρεμφ., ἐατέος ἐστὶ φεύγειν Ἡρόδ. 8. 109. 2) ἐατέον, ἐπιτρεπτέον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 173, Πλάτ. Γοργ. 512Ε. ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐγκαταλίπῃ τις, Εὐρ. Ἑλ. 905 (ἐν ἀμφιβ. στίχῳ). 2) ἐατέον τὴν πόλιν τῆς κατοικίσεως, πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν εἰς ἑαυτὴν ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς κατοικίσεως, Πλάτ. Νόμ. 969C.

Greek Monolingual

ἐατέος, -α, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να αφήσει
2. αυτός που πρέπει να αποβληθεί ή να απορριφθεί.

Greek Monotonic

ἐᾱτέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ. του ἐάω, είμαι ανεκτός, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. ἐατέον, αυτό που πρέπει κάποιος να υποφέρει, στον ίδ., Πλάτ.

Middle Liddell

ἐᾱτέος, η, ον verb. adj. of ἐάω,]
1. to be suffered, Hdt., Eur.
2. ἐατέον, one must suffer, Eur., Plat.