παρεγκόπτω

Revision as of 12:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

intercept, stop, τὸ πνεῦμα v.l. in Plu.2.130b.

German (Pape)

[Seite 510] einschneiden, Plut. de sanit. tuend. p. 391.

French (Bailly abrégé)

intercepter.
Étymologie: παρά, ἐγκόπτω.

Russian (Dvoretsky)

παρεγκόπτω: перехватывать, задерживать (τὸ πνεῦμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγκόπτω: διακόπτω, «σταματῶ», τὸ πνεῦμα Wytt. εἰς Πλούτ. 130Β.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. παρεμποδίζω, διακόπτω
2. παρεμβάλλω εμπόδια
μσν.
περιορίζω και προκαλώ αλλαγή κατάστασης ή πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκόπτω «σχηματίζω εγκοπή, εμποδίζω»].