προεπιβουλεύω

Revision as of 12:22, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

English (LSJ)

plot against beforehand, τινι Th.1.33:—Pass., to be the object of such plots, Id.3.83, D.S.19.65(s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 721] vorher nachstellen, τινί, Thuc. 1, 33; pass., 3, 83.

French (Bailly abrégé)

tendre auparavant des embûches à, τινι.
Étymologie: πρό, ἐπιβουλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προεπιβουλεύω [προεπιβουλή] van tevoren een plan beramen tegen, met dat.: προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν liever van tevoren een actie tegen hen beramen dan een tegenactie (achteraf) Thuc. 1.33.4.

Russian (Dvoretsky)

προεπιβουλεύω: заранее строить козни, интриговать (τινί Thuc.): προεπιβουλευόμενος Thuc. жертва (чьих-л.) козней.

Greek (Liddell-Scott)

προεπιβουλεύω: ἐπιβουλεύω πρότερον, τινὶ Θουκ. 1. 33. ― Παθ., ὁ αὐτ. 3. 83, Διόδ. 19. 65. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 15.

Greek Monolingual

Α
επιβουλεύω, σχεδιάζω πρώτος κακό εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

προεπιβουλεύω: μέλ. -σω, επιβουλεύω, συνομωτώ εναντίον κάποιου από πριν, τινί, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το αντικείμενο τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. σω
to plot against one beforehand, τινί Thuc.:—Pass. to be the object of such plots, Thuc.