εὔβοτος

Revision as of 13:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, (βόσκω) A abounding in pasture, Od.15.406 (or, with fine oxen, cf. βοτόν (Addenda)); τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον Pl.Criti.111a, cf. Ph.1.669, Plu. Cam.16: Sup., Scymn.607, prob. in E.Fr.1083.6. II well-fed, thriving, ἀμνός Theoc.5.24.

German (Pape)

[Seite 1058] gute, reichliche Weide habend, Od. 15, 405; πᾶσι ζῴοις Plat. Critia. 111 a, wie θρέμμασιν εὔβ. χώρα Plut. Cam. 16; D. Hal. 1, 20; Call. Del. 164. – Bei Theocr. 5, 24 ἀμνός, wohlgenährt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en pâturages.
Étymologie: εὖ, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὔβοτος:
1 богатый пастбищами (νῆσος Hom.);
2 изобилующий, обильный (τοῖς ζῴοις πᾶσιν Plat.; θρέμμασιν Plut.);
3 упитанный, тучный (ἀμνός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔβοτος: -ον, (βόσκω) ἔχων ἄφθονον καὶ καλὴν βοσκὴν, ἀλλ’ ἀγαθὴ μὲν εὔβοτος, εὔμηλος, «εἰς βόσιν καὶ τροφὴν ἐπιτηδεία» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 406· τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον Πλάτ. 110Ε ἐν τέλει. πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 16. ΙΙ. εὐτραφής, ἀμνὸς Θεόκριτ. 5. 24. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὔβοτοι· εὔτροφοι, εὐανθεῖς».

English (Autenrieth)

(βόσκω): with fine cattle, Od. 15.406†.

Greek Monolingual

εὔβοτος, -ον (Α)
1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον», Πλάτ.)
2. ευτραφής, καλοθρεμμένοςεὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγίβοτος, βούβοτος].

Greek Monotonic

εὔβοτος: -ον (βόσκω),·
I. αυτός που έχει καλή και άφθονη βοσκή, σε Ομήρ. Οδ.
II. ευτραφής, καλοθρεμμένος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

εὔ-βοτος, ον βόσκω
I. with good pasture, Od.
II. well-fed, thriving, Theocr.