λιγύμυθος
English (LSJ)
ον, clearspeaking, AP7.343.
German (Pape)
[Seite 43] hell, laut redend, v.l. für λιγύμοχθος u. λιγύθυμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle clairement.
Étymologie: λιγύς, μῦθος.
Russian (Dvoretsky)
λιγύμῡθος: ясно или громко изъясняющийся Arph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύμῡθος: -ον, εὐκρινῶς ὁμιλῶν, Ἀνθ. Π. 7. 343.
Greek Monolingual
λιγύμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με ευκρίνεια και καθαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μῦθος.
Greek Monotonic
λῐγύμῡθος: -ον, αυτός που μιλάει ξεκάθαρα, σε Ανθ.