θύμωμα

Revision as of 18:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, wrath, passion, A.Eu.860(pl.); θ. τὸ πόντου Epigr.Gr.339.6 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 1225] τό, der Zorn, Aesch. Eum. 822.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mouvement de colère, colère.
Étymologie: θυμόω.

Russian (Dvoretsky)

θύμωμα: ατος (ῡ) τό гнев, злоба (ἐμμανεῖς θυμώμασιν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θύμωμα: ῡ, τό, ὡς καὶ νῦν, ὀργή, πάθος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 860, ἐν τῷ πληθ. (ἴδε ἄοινος)· θ. τὸ πόντου Συλλ. Ἐπιγρ. 3685 6.

Greek Monolingual

(I)
το (Α θύμωμα) [[[θυμώ]] (I)]
η οργή, ο θυμός.
(II)
το
ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo- (πρβλ. θύμος) + -ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -μα (πρβλ. αγαλλίαμα, εξόγκωμα)].

Greek Monotonic

θύμωμα: [ῡ], -ατος, τό (θυμόω), οργή, πάθος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θύ¯μωμα, ατος, τό, θυμόω
wrath, passion, Aesch.