ἀκροβολία

Revision as of 18:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ἡ, slinging, skirmishing, App.BC1.84, al.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ escaramuza, tiroteo App.BC 1.84.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
engagement à distance, escarmouche de tirailleurs.
Étymologie: ἀκρόβολος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβολία: ἡ, τὸ σφενδονᾶν, ῥίπτειν μακρόθεν, ἡ ἁψιμαχία, Ἀππ. Ἐμφ. 1.84, κτλ.

Greek Monolingual

(I)
και ακροβολιά, η
σκόπιμη βοσκή που γίνεται στα άκρα τών σπαρμένων κυρίως αγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + βολή.
(II)
ἀκροβολία, η (Α) ἀκρόβολος
αψιμαχία, ακροβολισμός.

Greek Monotonic

ἀκροβολία: ἡ (ἀκροβόλος), εκσφενδόνιση, εκτόξευση, τουφεκίδι, αψιμαχία, άτακτος πόλεμος, σε Αππ.

Middle Liddell

ἀκροβόλος
a slinging, skirmishing, Appian.

German (Pape)

ἡ, das Schießen aus der Ferne, Plänkeln, App., z.B. B. civ. 1.84.