σκυθρός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νω-θρός)].
Greek Monotonic
σκυθρός: -ά, -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.
Frisk Etymological English
See also: s. σκυδμαίνω.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
σκυθρός: {skuthrós}
See also: s. σκυδμαίνω.
Page 2,741
Mantoulidis Etymological
(=ὀργισμένος). Ἀπό τό σκύζομαι, σκυδ + θρό + ς → σκυθρός.