δινήεις
English (LSJ)
Dor. διν-άεις, Aeol. διννάεις Alc.Supp.7.2, εσσα, εν, gen. contr. A δινᾶντος B.12.78:— whirling, eddying, Ξάνθῳ ἐπὶ δινήεντι Il.5.479, cf. Od.6.89, Simon.53.2, E.Cyc.46, etc. II rounded, ταλάροιο Mosch.2.55.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. δινάεις Simon.59.2; eol. διννάεις Alc.38a.2
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [gen. contr. δινᾶντος B.13.78]
1 que gira, vertiginoso, turbulento gener. de ríos Ξάνθου ἀπὸ δινήεντος Il.2.877, cf. 5.479, ποταμός Il.21.206, Od.6.89, h.Hom.21.2, B.l.c., Τηθὺς ... Ποταμοὺς τέκε δινήεντας Hes.Th.337, cf. Fr.180.4 (cj.), διννάεντ' Ἀχέροντα Alc.l.c., δινάεις ... Ἄναυρος Simon.l.c., δινᾶέν θ' ὕδωρ ποταμῶν E.Cyc.46, cf. D.Chr.33.20, Orph.A.791, δινήεις ῥόος del Bósforo, A.R.2.551, ἅλα δινήεσσαν Opp.H.1.632, τείρεα Q.S.5.10, ἄξων de un carro, Q.S.6.109, αἰθήρ Nonn.D.38.351, πυρόεσσα κρίσις δ. Γεέννης GVI 1952.9 (Tanagra V d.C.).
2 circular, redondo τάλαρος Mosch.2.55, τροχίσκος Androm.115, λόφος νησαῖος Nonn.D.2.456.
German (Pape)
[Seite 631] εσσα, εν, strudelreich ὁ δίνας ἔχων; bei Homer nur von Flüssen und nur im singular. mascul.: δινήεις Iliad. 21, 125; δινήεντος Iliad 2, 877. 14, 434. 21, 2. 22, 148. 24, 693 Odyss. 11 242; δινήεντι Iliad. 5, 479. 8, 490. 20, 392; δινήεντα Iliad. 21, 206. 332 Odyss. 6, 89. Vgl. βαθυδινήεις. – Eur. Cycl. 46 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 551; bei Mosch. 2, 55 ist τάλαρος δ. = der gerundete.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
tournoyant.
Étymologie: δίνη.
Russian (Dvoretsky)
δῑνήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. δῑνάεις, άεσσα, ᾶεν обильный водоворотами, бурлящий (Σκάμανδρος Hom.; ὕδωρ Eur.; ποταμός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δῑνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, ῥέων στροβίλου δίκην, στροβιλώδης, Ξάνθῳ ἐπί δινήεντι Ἰλ. Ε. 479, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 89, Σιμων. 19, Βακχυλ. 12. 165 κ. ἀλλ. (Blass), κτλ. ΙΙ. στρογγύλος, τάλαρος Μόσχ. 2. 55.
Greek Monolingual
δινήεις, -εσσα, -εν (Α) δίνη
1. (για ρεύματα) αυτός που έχει πολλές δίνες, ορμητικός
2. στρογγυλός.
Greek Monotonic
δῑνήεις: Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν,
I. περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Όμηρ.
II. στρογγυλός, σε Μόσχ.
Middle Liddell
[from δῑ́νη] adj adj
I. whirling, eddying, Hom.
II. rounded, Mosch.