δύσοιστος
English (LSJ)
ον, (οἴσω) hard to bear, insufferable, ὀδμή Hp.Mul.2.181; πήματα, ἄλγη, πόνοι, A.Pr.690 (lyr.), Ch.745, S.Ph.508 (lyr.); βίου δύσοιστον ἕξομεν τροφάν Id.OC 1688 (lyr.); δ. ἀήρ Str.12.3.40; ὀργή Jul.Gal.161b.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I insoportable, difícil de soportar πήματα A.Pr.690, ἄλγη A.Ch.745, cf. Eu.789, 819, πόνοι S.Ph.508, ὀδμή Hp.Mul.2.181, πῶς βίου δύσοιστον ἕξομεν τροφάν; ¿cómo obtendremos un penoso sustento para nuestras vidas?, e.e. obtendremos sustento para nuestra penosa vida S.OC 1688, ἀήρ Str.12.3.40, ὀργή Iul.Gal.33.161b, τὸ μὲν συναγωνιᾶν ... οὐ πάνυ δύσοιστον τοῖς ἐλευθέροις καὶ γενναίοις ἐστίν Plu.2.96a, cf. 547d, 830a.
II adv. -ως de manera insoportable Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 685] unerträglich; πήματα Aesch. Prom. 691; πόνοι Soph. Phil. 506; O. C. 1684; – Strab.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
δύσοιστος: невыносимый (ἄλγη Aesch.; πόνοι Soph.; φορτίον Plut.): βίου δύσοιστον ἔχειν τροφάν Soph. с трудом добывать себе пропитание.
Greek (Liddell-Scott)
δύσοιστος: -ον, (οἴσω, φέρω) ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀνυπόφορος, ἀφόρητος, πήματα, ἄλγη, πόνοι Αἰσχύλ. Πρ. 691, Χο. 745, Σοφ. Φ. 507· βίου δύσοιστον ἔχειν τροφὰν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1687· δ. ἀὴρ Στράβων 562.
Greek Monolingual
δύσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα υποφέρεται ή υπομένεται («δύσοιστα πήματα», Αισχ.).
Greek Monotonic
δύσοιστος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ανυπόφορος, αφόρητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
δύσ-οιστος, ον
hard to bear, insufferable, Aesch., Soph. fut. mid. of δύω.
English (Woodhouse)
Translations
intolerable
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: ανυπόφορος, αφόρητος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομένητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت