Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
P. and V. λυπηρός, βαρύς, ἀνιαρός, ἀλγεινός, ἐπαχθής, δυσχερής, ὀχληρός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), λυπρός; see grievous, sad.