woede
Dutch > Greek
οργή, θυμός, τσαντίλα; Ancient Greek: ἀνυπερθεσία, ἀποθηρίωσις, δυσχερασμός, δυσχέρεια, ἐγκότησις, ἐνθύμιον, θυμός, κότος, μελαγχολία, μελαγχολίη, μένος, μηνίαμα, μήνιμα, μῆνις, μήνισμα, ὀργά, ὀργή, παροργισμός, σκυσμός, χολή, χόλος, ὠδυσίη