ἀνυπερθεσία
From LSJ
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
English (LSJ)
ἡ, immediateness, haste, Aq.Ps.7.7 (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ira, rabia ἐν ἀνυπερθεσίαις ἐνδεσμούντων με Aq.Ps.7.7, cf. Os.5.10, Am.1.11.
German (Pape)
[Seite 266] ἡ, Jähzorn, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπερθεσία: ἡ, τὸ ἄμεσον, σπουδή, τὸ ἀνυπέρθετον, Ἰω. Χρυσ. εἰς Ψαλμ. 7, τ. 1, σ. 561. 41· καὶ ῥῆμα ἀνυπερθετέω, ἐκτελῶ τι εὐθύς, ἄνευ ὑπερθέσεως, σπεύδω, Ἀκύλ. Π. Δ. (Ψαλμ. οζ΄, 21, 59).
Greek Monolingual
ἀνυπερθεσία, η (Α)
αμεσότητα, βιασύνη στην εκτέλεση πράξης, το να γίνεται κάτι χωρίς αναβολή.