τσίνουρο

Revision as of 12:34, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=τσύνορο και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν<br />βλεφαρίδα, [[ματόκλαδο]...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τσύνορο και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν
βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματόκλαδο, ματόφυλλο). Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από το σύνθ. ματοτσύνορο].