σπορίτης

Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. καρπός κηπευτικών που αφήνεται να ωριμάσει για να χρησιμοποιηθούν σε σπορά οι σπόροι του
2. ως κύριο όν. ο Σπορίτης
ο Σποριάς, ο Νοέμβρης
3. (για τράγο ή κριάρι) ο επιβήτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + επίθημα -ίτης (πρβλ. ζευγίτης)].