ζευγίτης

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευγῑ́της Medium diacritics: ζευγίτης Low diacritics: ζευγίτης Capitals: ΖΕΥΓΙΤΗΣ
Transliteration A: zeugítēs Transliteration B: zeugitēs Transliteration C: zevgitis Beta Code: zeugi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. ζευγῖτις, ιδος, (ζεῦγος)
A yoked in pairs, ζευγίτιδες ἵπποι Call.Ap.48; ἡμίονοι ζευγῖται D.S.17.71; of soldiers, in the same rank, Plu.Pel.23; κάλαμος ζευγίτης a reed of which were made the mouthpieces of the double flutes (ζεύγη), Thphr.HP4.11.3.
II ζευγῖται, οἱ, the third of Solon's four classes of Athenian citizens, so called from their being able to keep a team (ζεῦγος) of oxen, Arist.Pol. 1274a20, Ath.4.3, Lexap.D.43.54, IG12.45.40, etc.

German (Pape)

[Seite 1137] ὁ, fem. ζευγῖτις, ιδος, eigtl. angejocht, zusammengejocht, übh. paarweise verbunden, z. B. in der Schlachtordnung, Plut. Pelop. 23; κάλαμος ζ., Rohr zum Verfertigen der Doppelflöten geschickt, Theophr. – Bes. hießen nach Solon's Eintheilung der athen. Bürger in Klassen die der dritten Klasse so, vom Halten Eines Ackergespanns, vgl. Böckh's Staatsh. II p. 30.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 accouplé;
2 οἱ ζευγῖται les zeugites, citoyens de la 3ᵉ classe, à Athènes, (litt. qui possèdent un attelage de bœufs).
Étymologie: ζεῦγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζευγίτης -ου, ὁ [ζεῦγος] soldaat van dezelfde rang, kameraad. Plut. Pel. 23.4. plur. zeugiten in Athene, Solons derde klasse van burgers, die zich een span (ζεῦγος) ossen konden permitteren.

Russian (Dvoretsky)

ζευγίτης: ου (ῑ) adj. m сопряженный, идущий в одной запряжке (ἡμίονοι Diod.).
ου ὁ
1 боец, идущий в паре с другим или стоящий рядом в строю (ἐπιστάται καὶ ζευγῖται Plut.);
2 зевгит, владелец парной запряжки волов: οἱ ζευγῖται мелкие землевладельцы (они составляли, по закону Солона, третий - из четырех - податной класс афинского населения, как имевшие пару рабочих волов и собиравшие жатву в 150 медимнов) Arst., Dem., Plut.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῖτις)
γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ' όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.)
νεοελλ.
παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» — για φτωχούς που διαρκώς ελπίζουν να καλυτερέψει η τύχη τους
αρχ.
1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με κάποιον άλλο κάτω απ' τον ίδιο ζυγό («ἡμίονοι ζευγῖται», Διόδ. Σικ.)
2. (για στρατιώτες) αυτός που έχει παραταχθεί μαζί με κάποιον άλλον στον ίδιο σχηματισμό
3. φρ. «κάλαμος ζευγίτης» — καλάμι από το οποίο κατασκεύαζαν τα επιστόμια τών διπλών αυλών
4. στον πληθ. οἱ ζευγῖται
η τρίτη από τις τέσσερεις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, η οποία περιλάμβανε όσους είχαν τη δυνατότητα να συντηρούν ζευγάρι βοδιών, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. εθνίτης, κτηνίτης, σμηνίτης)].

Greek Monotonic

ζευγίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. ζευγῖτις, -ιδος (ζεῦγος),
I. αυτός που έχει ζευχθεί σε δυάδες, ζευγαρωτός· λέγεται για στρατιώτες που βρίσκονται στην ίδια σειρά, σε Πλούτ.
II. ζευγῖται, οἱ, η τρίτη τάξη από τις τέσσερις στις οποίες χώρισε ο Σόλωνας τους Αθηναίους πολίτες, η οποία αποκαλούνταν έτσι λόγω της δυνατότητας των μελών της να διατηρούν ένα ζεύγος βοδιών, παρά Δημ.· πρβλ. πεντακοσιομέδιμνοι.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγίτης: ῑ, ου, ὁ, θηλ. ζευγῖτις, ιδος (ζεῦγος)· - ἐζευγμένος κατὰ ζεύγη, ζευγαρωτὸς, ζευγίτιδες ἵπποι Καλλ. Ἀπόλλ. 47· ἡμίονοι ζευγῖται Διόδ. 17. 71· ἐπὶ στρατιωτῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ αὐτῇ τάξει, Πλούτ. Πελοπ. 23· κάλαμος ζ., κάλαμος ἐξ οὗ κατεσκευάζοντο οἱ διπλοῖ αὐλοὶ (ζεύγη), Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 11, 3. ΙΙ. ζευγῖται, οἱ, ἡ τρίτη τῶν ὑπὸ τοῦ Σόλωνος γενομένων τεσσάρων διαιρέσεων τῶν Ἀθηναίων, κληθεῖσα οὕτω διότι οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν τάξιν ταύτην ἠδύναντο νὰ διατηρήσωσι ζεῦγος βοῶν, Ἀριστ. Πολ. 2. 12. 6, Ἀθην. Πολιτ. 7, 3 κ. ἀλλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 1068. 2· πρβλ. Thirlw. H of Gr. 2. 38, Grote 3. 156.

Middle Liddell

ζευγῑ́της, ου, ζεῦγος
I. yoked in pairs, of soldiers, in the same rank, Plut.
II. ζευγῖται, οἱ the third of Solon.'s four classes of Athenian citizens, so called from their being able to keep a team of oxen, ap. Dem.: cf. πεντακοσιομέδιμνοι.