χαζομάρα

Revision as of 15:13, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και χαζομάρα, η, Ν
1. η ιδιότητα του χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός
2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + κατάλ. -μάρα, δηλωτική ελαττώματος (πρβλ. παλαβομάρα) κατά τα μεγεθ. ποδάρα, τρομάρα].