πολυχείμων

Revision as of 11:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ονος, very stormy, θάλασσα App.BC5.108.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχείμων: ὁ, ἡ, λίαν δυσχείμεροςθυελλώδης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
πολύ τρικυμιώδης, θυελλώδηςπολυχείμων θάλασσα», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χείμων (< χεῖμα / χειμών «κακοκαιρία»), πρβλ. βαρυχείμων].