σπηλαιόβιος

Revision as of 11:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί μέσα σε σπήλαια, τρωγλοδύτης
2. (για ζώο) αυτός που ζει μέσα σε σπήλαια, τρωγλόβιος
3. φρ. «σπηλαιόβια πανίδα»
βιολ. το σύνολο τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + -βιος (< βίος), πρβλ. υδρόβιος].