ἱπποκρατία

Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

English (LSJ)

ἡ, victory in a cavalry action, X.Cyr.1.4.24.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, Reitersieg, Xen. Cyr. 1, 4, 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
supériorité par la cavalerie ou dans un combat de cavalerie.
Étymologie: ἱπποκρατέω.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκρᾰτία: ἡ победа конницы: μάλα χαίρων τῇ ἱπποκρατίᾳ Xen. чрезвычайно довольный победой (своей) конницы.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκρᾰτία: ἡ, νίκη ἐν ἱππομαχίᾳ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24˙ - «ἱπποκρατία˙ τὸ τοῖς ἵπποις νικᾶν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ιπποκρατία, ἡ (Α)
επικράτηση του ιππικού, νίκη του ιππικού σε μάχηχαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημοκρατία, λαοκρατία).

Greek Monotonic

ἱπποκρᾰτία: ἡ, νίκη σε ιππομαχία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱπποκρᾰτία, ἡ, [from ἱπποκρᾰτέω]
victory in a cavalry action, Xen.