μισθοδότης

Revision as of 08:17, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ου, ὁ, paymaster, Pl.R.463b, X.An.1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui donne un salaire, une solde.
Étymologie: μισθός, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

μισθοδότης: ου ὁ выплачивающий жалованье, работодатель, наниматель Xen., Plat., Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοδότης: -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.

Greek Monolingual

ο (Α μισθοδότης)
αυτός που δίνει μισθό σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.

Greek Monotonic

μισθοδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η πληρωμή των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

μισθο-δότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ πληρωτής τῶν μισθῶν). Ἀπό τό μισθός + δίδωμι.
Παράγωγα: μισθοδοσία, μισθοδοτῶ.