πολύχους

Revision as of 14:47, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύχοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att., v. πολύχοος.

Greek Monolingual

-ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, -οον, ή πολυχόοος, -όον, Α
1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά
2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.)
3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να διαχυθεί και να λάβει μεγάλη έκταση, άφθονοςπολύχους κόπρος», Ηράκλ.)
4. πολυειδής, ποικίλος («πολύχουν τὸ τῶν φυτῶν γένος», Θεόφρ.)
5. συχνός, συνήθης, όχι σπάνιος («πολύχουν κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή», Φίλ.)
6. μτφ. (για συγγραφέα ή ρήτορα) γόνιμος («τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος», Φιλόδ.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύχουν και πολύχοονπολυχόον
η ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. ολιγόχους].

German (Pape)

zusammengezogen aus πολύχοος.

Russian (Dvoretsky)

πολύχους: стяж. = πολύχοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχους -ουν, contr., Ion. πολύχοος -οον [πολύς, χέω] in overvloed stromend:; ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι ondanks een gering volume verspreiden zij (zoete en vette etenswaren) zich overvloedig Hp. Vict. 2.56; πολύχους καρπός overvloedige oogst Luc. 54.27; overdr.. ἂν δὲ πολύχους ᾖ ἡ ἐναντίωσις als de oppositie zeer productief is Aristot. Rh. 1418b9.