οἰστροπλήξ

Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

πλῆγος, ὁ, ἡ, stung by a gadfly, driven wild, of Io, A.Pr.681, S.El.5; of Bacchantes, E.Ba.1229.

French (Bailly abrégé)

πλῆγος (ὁ, ἡ)
atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur ou de désir.
Étymologie: οἶστρος, πλήσσω.

German (Pape)

ῆγος, ὁ, von der Bremse gestochen, wütend; von der Io, Aesch. Prom. 684, wie Soph. El. 5; vgl. Eur. Bacch. 1227; Plut. frg.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροπλήξ: πλῆγος adj.
1 преследуемый слепнем (Ἰώ Aesch., Soph.);
2 доведенный до исступления, исступленный (sc. Βάκχαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, ἐμμανής, ἄγριος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229.

Greek Monolingual

οἰστροπλήξ, -πλῆγος, ὁ, η (Α)
(ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειροπλήξ].

Greek Monotonic

οἰστροπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που δέχτηκε δήγμα εντόμου, εξαγριωμένος, μανιακός, στους Τραγ.

Middle Liddell

οἰστρο-πλήξ, ῆγος, πλήσσω
stung by a gadfly, driven wild, Trag.

English (Woodhouse)

driven by the gadfly

Mantoulidis Etymological

(=μανιακός, ἄγριος). Ἀπό τό οἶστρος + πλήττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.