ρωγμή

Revision as of 16:14, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ
επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή της συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή ξύλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ιατρ. φρ. «ρωγμή οστού»
ιατρ. γραμμοειδής διακοπή της συνέχειας οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -μή (πρβλ. τιμή). Ο τ. ῥωχμή κατά το ῥωχμός].