σημερινός
English (LSJ)
σημερινή, σημερινόν, of today, Call.Sos.vi 2, Ammon.in Int.32.5, Sch. Ar.Nu.699, Dosith.p.397 K., Gloss.
German (Pape)
[Seite 875] heurig, heutig, Philoxen. Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σημερῐνός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σήμερον, ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. - Κατὰ Κόντον (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333) ἀδόκιμον.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σημερινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σημερνός, -ή, -ό, Ν
αυτός που υπάρχει ή γίνεται σήμερα (α. «η σημερινή βροχή» β. «η σημερινή απόφαση» γ. «οι σημερινές εφημερίδες»)
νεοελλ.
τωρινός, σύγχρονος (α. «τα σημερινά προβλήματα
β. «τα σημερινά σχολεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμερ-ον + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτινός)].