τραχηλιά

Revision as of 16:40, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / τραχηλέα, ΝΜ, και τραχηλιά Μ
νεοελλ.
1. (για ένδυμα) το γύρω από τον τράχηλο μέρος και, ιδίως, το άνοιγμα του πουκαμίσου που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό
2. (σχετικά με νήπια) σαλιάρα
3. (σχετικά με υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο
4. τεμάχιο κρέατος από τον τράχηλο σφαγίου
μσν.
επιτραχήλιο, κν. πετραχήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλέα). Ο τ. τραχηλιά με συνίζηση].