σαλιάρα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
η, Ν
1. τεμάχιο από ύφασμα ή από πλαστικό που δένεται γύρω από τον λαιμό και σκεπάζει το στήθος τών μικρών παιδιών για να μην λερώνονται από τα σάλια που τους διαφεύγουν από το στόμα
2. γενική κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων της πολυπληθούς υπόταξης βλεννιοειδείς και, ιδίως, της οικογένειας βλεννιίδες, τών οποίων κύρια χαρακτηριστικά είναι η πλήρης σχεδόν απουσία λεπιών και η στιλπνή βλεννώδης έκκριση που καλύπτει το σώμα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. σαλιάρης].