γλυκύτητα

Revision as of 17:50, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "γλυκασία, γλύκασμα, γλεύκη" to "γλυκασία, γλύκασμα, γλυκασμός, γλεύκη")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γλυκότητα και γλυκότη, η (AM γλυκύτης, Μ και γλυκύτητα και γλυκότης και γλυκότητα)
1. γλυκιά γεύση, γλύκα
2. απόλαυση, ευχαρίστηση
3. γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά
μσν.- νεοελλ.
1. ερωτική ηδονή
2. ευτυχία
3. ευχάριστο, μελωδικό άκουσμα
νεοελλ.
(για τοπίο) ηρεμία, γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλυκύτης < γλυκύς και ο τ. γλυκότης < γλυκός ή γλύκα].

Translations

sweetness

Afrikaans: soetheid; Albanian: ëmbëlsi; Arabic: حَلَاوَةٌ‎; Aromanian: dultseatsã; Asturian: dulzura; Azerbaijani: şirinlik; Bulgarian: сладост; Catalan: dolçor; Chinese Mandarin: 甜味; Crimean Tatar: tatlılıq; Czech: sladkost; Danish: sødme; Dutch: zoetheid; Esperanto: dolĉeco; Finnish: makeus; Franco-Provençal: dóuçor; Galician: dozura; Georgian: სიტკბო, სიტკბოება; German: Süßigkeit; Greek: γλυκύτητα; Ancient Greek: δεῦκος, γλυκασία, γλύκασμα, γλυκασμός, γλεύκη, γλεῦκος, γλυκύτης, τὸ γλύκιον, ἡδύτης; Hebrew: מתיקות‎; Hungarian: édesség; Icelandic: sætleik; Italian: dolcezza; Japanese: 甘さ; Kazakh: тәттілік; Kyrgyz: таттуулук; Latin: dulcedo, dulcitas, dulcitudo, dulcor, mellinia, suavitas; Latvian: saldums; Malay: manis; Norwegian Bokmål: sødme, søthet; Nynorsk: søtleik; Occitan: doçor; Old English: swētnes; Polish: słodycz; Portuguese: doçura; Romanian: dulceață; Russian: сладость; Serbo-Croatian: slatkòća; Spanish: dulzura, dulzor, melosidad, dulcedumbre; Swedish: sötma; Tatar: татлылык; Thai: ความหวาน; Turkish: tatlılık; Ukrainian: солодкість; Uzbek: totlilik; Welsh: melyster; Yiddish: זיסקײַט‎