καταρράσσω

Revision as of 15:56, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Att. καταρράττω,
A v.l. for καταράσσω (q.v.) Ph.2.98, etc.; ἐκτραχηλίζειν καὶ καταρράττειν Id.1.676; ἐπάρας κατέρραξάς με LXX Ps.101(102).10; cf. καταρρήσσω (B).
II = καταρρήγνυμι II.4, Ael. NA3.18(s. v.l.).

French (Bailly abrégé)

ao. κατέρραξα;
c. καταρρήγνυμι.
Étymologie: κατά, ῥάσσω.

Greek Monolingual

καταρράσσω, αττ. τ. καταρράττω, ιων. τ. καταρρήσσω (Α)
1. ορμώ δυνατά και βίαια
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερραγμένος, -η, -ον
απογοητευμένος, συντετριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥάσσω «ορμώ, κλονίζω» (βλ. και κατ-αράσσω)].

Russian (Dvoretsky)

καταρράσσω:
1 стремительно врываться (εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.);
2 обрушиваться, хлынуть (ὄμβροι καταρράσσουσιν Arst.).

German (Pape)

v.l. für καταράσσω.