обрушиваться
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
Russian > Greek
ἐμπίπτω, κατακωμάζω, εἰσάλλομαι, ἐσάλλομαι, ἐξαράσσω, ἐξαράττω, ἐπικλύζω, ἐνσκήπτω, ἀποσκήπτω, χράω, περικαταρρέω, ἐπικαταρρήγνυμαι, συνεμπίπτω, ἐπιβρίθω, ἐπιπίπτω, προσπέτομαι, κατατρέχω, καθάλλομαι, καταρράσσω, κάτειμι, κατασκήπτω, ἐνάλλομαι, ἐρείδω, ἐπιβαίνω, ἐνδίδωμι, διατείνω