λαοδάμας

Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

αντος, ὁ, subduer of peoples, Ἄρης A.Th.343 (lyr.).
II in Hom. only as pr.n., Il.15.516; voc. -δάμᾱ Od.8.141, 153.

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
dompteur des peuples ou du peuple.
Étymologie: λαός, δαμάω.

German (Pape)

[λᾱ], αντος, ὁ, Volksbändiger, -bezwinger, Ἄρης, Aesch. Spt. 325.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοδάμᾱς: αντος (δᾱ) adj. укрощающий народ(ы) (Ἄρης Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοδάμᾱς: [ᾰ], αντος, ὁ δαμάζων τοὺς ἄνδρας, Ἄρης Αἰσχύλ. Θήβ. 343 (Λυρ.) ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, Ἰλ. Ο. 516· κλητ. Λαοδάμᾱ Ὀδ. Θ. 141, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

λαοδάμας, -αντος, ὁ (Α)
αυτός που δαμάζει τον λαό, τους ανθρώπους («μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ λαοδάμας μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω»), πρβλ. ανδροδάμας, λεοντοδάμας].

Greek Monotonic

λᾱοδάμᾱς: [δᾰ], -αντος, ὁ (δαμάω), αυτός που δαμάζει λαούς· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα.

Middle Liddell

λᾱο-δᾰ́μᾱς, αντος, ὁ, δαμάω
man-taming: in Hom. as prop. name.

Mantoulidis Etymological

(=πού δαμάζει τούς ἄντρες). Ἀπ τό λαός + δαμάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.