λεοντοδάμας
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
[δᾰ], acc. -δάμαν, ὁ, lion-taming, κύων Pi.Fr.74aSchroeder (= Luc. Pr.Im.19).
German (Pape)
[Seite 28] αντος, ὁ, Löwen bändigend, κύων, Pind. frg. 53 bei Luc. pro imag. 19.
Russian (Dvoretsky)
λεοντοδάμᾱς: αντος (δᾰ) ὁ укротитель львов Pind.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντοδάμᾱς: -ᾰντος, ὁ, ὁ δαμαστὴς λεόντων, Πινδ. Ἀποσπ. 53, κατ’ αἰτιατ. λεοντοδάμαν.
English (Slater)
λεοντοδάμας ? overcoming lions test., Lucian., pro imag., 9: ὡς ὁ τὸν ὠρίωνος κύνα ἐπαινῶν ἔφη ποιητὴς λεοντοδάμαν αὐτόν cf. fr. 74.
Greek Monolingual
λεοντοδάμας, -αντος, ὁ (Α)
δαμαστής λιονταριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω), πρβλ. ανδροδάμας, λαοδάμας].