τετράλινον

Revision as of 09:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, prob. a fourfold lace or string, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1098] τό, vierfache Schnur, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράλῐνον: [ᾰ], τό, σπάγγος ἐκ τεσσάρων κλωστῶν, κοινῶς «τετράκλωνον», Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
πιθ. σπάγγος από τέσσερεις κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + λίνον «κλωστή από λινάρι» (πρβλ. μονόλινον)].