κλάσις

Revision as of 10:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, (κλάω A)
A breaking, fracture, Pl.Ti.43e; ἡ κ. τῶν ἀμπέλων breaking off the shoots and tendrils of vines, Thphr. CP 2.14.4 (pl.), cf. 3.7.5, al.; ἡ κ. τοῦ ἄρτου Ev.Luc.24.35.
2 bending of the knee joint, Arist.Pr.882b33; κ. ὄψεων refraction, Alex.Aphr. in Mete. 143.9; τὸ σαμεῖον περὶ ὃ ἁ κ. Archyt. ap. Simp. in Ph.785.25.
b κλάσιν λαβεῖν to be deflected, Plot.6.9.8; ὅταν κλάσιν ποιῇ καὶ γωνίαν, of a bandage. Erot.s.v. σκέπαρνος; of the labyrinth of the ear, Gal.UP 8.6.
II modulation of the voice, Ph.1.276, 2.266.

German (Pape)

[Seite 1446] ἡ, das Zerbrechen, der Bruch; Plat. Tim. 43 d; LXX u. a. Sp.; ἀμπέλων, das Abbrechen der Blätter u. Ranken des Weinstocks, Theophr. – Auch von der Stimme, Philo.

French (Bailly abrégé)

1εως (ἡ) :
1 action de briser, de rompre ; fig. φωνῆς modulation de la voix;
2 action de tailler les bourgeons, les branches;
NT: fraction (du pain).
Étymologie: κλάω.
2εως (ἡ) :
= lat. classis.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάσις -εως, ἡ [κλάω] het breken.

Russian (Dvoretsky)

κλάσις: εως (ᾰ) ἡ
1 перелом, разбивание (τῶν κύκλων Plat.);
2 сгибание (τῶν γονάτων Arst.);
3 преломление (τοῦ ἄρτου NT).

English (Strong)

from κλάω; fracture (the act): breaking.

English (Thayer)

κλάσεως, ἡ (κλάω, which see), a breaking: τοῦ ἄρτου, Plato, Theophrastus, others.)

Greek Monotonic

κλάσις: [ᾰ], -εως, ἡ (κλάω), θραύση, τσάκισμα, σπάσιμο, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κλάσις: ᾰ, εως, ἡ, (κλάω) θραῦσις, «τσάκισμα», «σπάσιμον», Πλάτ. Τίμ. 43D, Ἀριστ. Προβλ. 5. 19, 2· ἡ κλάσις τῶν ἀμπέλων, ἡ ἀποκοπὴ τῶν φύλλων αὐτῶν, Λατ. pampinatio, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κ. ἀλλ. · ἡ κλάσις τοῦ ἄρτου Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 23· πρβλ. κλαστήριον. 2) κλάσμα, τεμάχιον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Λ΄, 12, πρβλ. Β΄ ΙΑ΄, 21). ΙΙ. παρὰ Φίλωνι, ἡ τροποποίησις, ποικίλη στροφή, λύγισμα τῆς φωνῆς, 1. 276., 2. 266.

Middle Liddell

κλᾰ́σις, εως κλάω
a breaking, NTest.

Chinese

原文音譯:kl£sij 克拉西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:破碎(著)
字義溯源:破裂,擘,彎曲;源自(κλάω)*=破碎)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 擘(2) 路24:35; 徒2:42

Mantoulidis Etymological

(=σπάσιμο). Ἀπό το κλάω (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.