περίακτος

Revision as of 10:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

περίακτον, (περιάγω)
A turning on a centre or pivot, δίφροι π. Artemo Hist.12; π. τροχοί water-wheels, Ph.Bel.91.44; π. ἄντλημα water-wheel, Plu.2.974e; μηχανήματα π. machines for draining land, Ph.Bel.97.23; μηχαναὶ ἀπὸ σκηνῆς π. machines for changing the scene on the stage, Plu.2.348e; also περίακτοι, αἱ, as substantive, Poll.4.126, Vitr.5.6.8.
2 π. ὁδός a winding road, Anon.Hist.(FGrH151) p.819J.
II metaph., τὸ π. 'the old saw', Plu.Comp.Lys.Sull.3; τὸ π. ἐκ τῆς Ἀκαδημείας Id.2.922f.

German (Pape)

[Seite 568] umgedreht oder herum zu drehen; δίφροι, Stühle mit Drehfüßen, Artemo bei Ath. XIV, 637 c; τὰ περιάκτα, eine Wurfmaschine, Mathem. vett. Bei Plut. glor. Ath. 6 auch μηχαναὶ ἀπὸ σκηνῆς περίακτοι. – Das Umhergetragene, Verbreitete, Plut. Cim. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu'on peut tourner : μηχαναὶ περίακτοι PLUT mécanisme qu'on fait pivoter sur la scène;
2 qui circule de tous côtés en parl. de propos, de bruits, etc.
Étymologie: περιάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίακτος -ον [περιάγω] overal rondgebracht; subst. τὸ περίακτον het bekende praatje. Plut. Sull. 41.2.

Russian (Dvoretsky)

περίακτος: [adj. verb. к περιάγω поворачиваемый кругом, вращающийся (ἄντλημα Plut.): μηχανὴ ἀπὸ σκηνῆς π. Plut. вращающаяся сцена.

Greek (Liddell-Scott)

περίακτος: -ον, (περιάγω) ὁ περὶ κέντρον τι στρεφόμενος, δίφροι π. (ὡς τὰ παρ’ ὑμῖν περίστροφα τῆς μουσικῆς θρανία), Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637C· π. ἄντλημα, τροχοειδὴς ἀντλία, οἵα ἡ νῦν ἐν τοῖς κήποις, Πλούτ. 2. 974Ε· μηχανήματα περίακτα, μηχαναὶ πρὸς ἐξακόντισιν βλημάτων, Ἀρχ. Μαθ. 97· π. ἀπὸ σκηνῆς μηχανή, μηχανὴ δι’ ἧς μετεβάλλετο ἡ σκηνογραφία, Πλούτ. 2. 348Ε, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 126, Βιτρούβ. 5. 7. ΙΙ. μεταφορ., τὸ περίακτον, αἴσθημα ὅπερ ἀρχόμενον ἐξ ἐπαίνου καταλήγει εἰς ψόγον, Πλουτ. Λυσ. καὶ Σύλλ. Σύγκρ. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίακτος, -ον, ΝΜΑ περιάγω
αυτός που μπορεί να περιστραφεί γύρω από ένα κέντρο ή από έναν άξονα
αρχ.
1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περίακτοι
είδος μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για αλλαγή τών σκηνικών στο αρχαίο θέατρο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίακτον
έπαινος ο οποίος κατέληξε σε αποδοκιμασία
3. φρ. α) «περίακτα μηχανήματα» — πολεμικές μηχανές οι οποίες κινούνταν περιστροφικά για εξακόντιση βλημάτων
β) «περίακται μηχαναί» — ειδικά μηχανήματα για αλλαγή του βασικού στο αρχαίο θέατρο
γ) «περίακτα ἀντλήματα» — τροχοειδεὶς αντλίες
δ) «περίακτος ὁδός» — ελικοειδής οδός.