ἰσάκις

Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῐσᾰ], Adv. from ἴσος, the same number of times, as many times, Str.3.5.8; ἰ. πολλαπλάσιος c. gen., the same multiple of... Euc.7 Def.21, al.; ἰ. πολλαπλάσια equimultiples, Id.5Def.5, al.; ἰ. ἴσος, of a number, equal multiplied by equal, i.e. square, Pl.R. 546c, Tht. 147e, 148a, Euc.7 Def.19, Ph.1.11, etc.; ἰ. ἴσος ἰ. equal multiplied by equal multiplied by equal, i.e. cube number, Euc.7 Def.20, etc.

German (Pape)

[Seite 1263] gleichvielmal; Plat. Theaet. 147 e; Mathem.

French (Bailly abrégé)

adv.
un nombre de fois égal.
Étymologie: ἴσος, -ακις.

Russian (Dvoretsky)

ἰσάκις: (ᾰ) adv. столько же раз: ἴσος ἰ. Plat., Arst. Plut. (о числе) взятый (множителем) столько же раз, помноженный на самого себя, т. е. возведенный в квадрат.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάκῐς: ῐσᾰ, Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἴσος, ἴσα τόσας φοράς, Στράβ. 174· ἴσος ἰσάκις, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὁ ἐφ’ ἑαυτὸν πολλαπλασιασθείς, τετράγωνος ἀριθμός, Πλάτ. Πολ. 546C, Θεαίτ. 147Ε, 148Α, Εὐκλ. 7. 17.

Greek Monolingual

ἰσάκις) ίσος
επίρρ.
1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.)
2. σε ίσα μέρη
νεοελλ.
(λογ.) ο τρίτος τρόπος του κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά καταφατικά και η ελάσσων καθολική καταφατική
αρχ.
φρ. α) «ἰσάκις πολλαπλάσιός τινος» — ο ίδιος αριθμός πολλαπλάσιος κάποιου
β) «ἰσάκις ἴσος» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον, τετράγωνος αριθμός
γ) «ἰσάκις ἴσος ἰσάκις» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον ο οποίος πολλαπλασιάστηκε με ίσον, κυβικός αριθμός.