κνέφαλλον

Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, wool torn off in carding or fulling cloth, flock, used for stuffing cushions or pillows: hence, cushion, pillow, E.Fr.676, Cratin.99, Eup.228, Ar.Fr.19, etc. (prob. in IG12.330.22, cf. Demioprat. ap.Poll.10.39); κνάφαλλον, γνάφαλλον (cf. κνάπτω, γνάπτω) are freq. as vv.ll.; γνάφαλλα, PCair.Zen.298 (iii B.C.); Aeol. γνόφαλλον Alc.34.6.

Greek (Liddell-Scott)

κνέφαλλον: τὸ, ἔριον ἀπορριφθὲν κατὰ τὴν κατεργασίαν τοῦ μαλλοῦ ἢ τῶν ὑφασμάτων, «ἀπομεινάρι», ἐκ τοιούτων κνεφάλλων ἐπληροῦντο στρωμάτια καὶ προσκεφάλαια, καὶ ἐντεῦθεν τὸ κνέφαλλον σημαίνει στρῶμαπροσκεφάλαιον, Εὐρ. Ἀποσπ. 677, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 3, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 36, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84, κτλ.· κνάφαλλον, γνάφαλλον (ἅπερ, ἐν σχέσει πρὸς τὰ κνάπτω, γνάπτω, φαίνονται ὡς οἱ ὀρθότεροι τύποι) φέρονται συχνάκις ὡς διάφ. γραφαί, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖν. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· Αἰολ. γνόφαλλον Ἀλκαῖ. 34. Πρβλ. τύλη, καὶ ὡσαύτως γναφάλιον.

Greek Monolingual

κνέφαλλον, τὸ (Α)
βλ. γνάφαλο.

German (Pape)

κνάφαλον.