θέρμω

Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(θέρω) heat, make hot, only in pres. or impf. forms, θέρμετε δ' ὕδωρ Od.8.426, Ar.Ra.1339:—Pass., grow hot, θέρμετο δ' ὕδωρ Od. 8.437, Il.18.348; πνοιῇ… μετάφρενον εὐρέε τ' ὤμω θέρμετ' 23.381; θέρμετο δὲ χθών Call.Fr.anon.24; μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ' (Ep. for θέρμηται) ἀϋτμή Opp.H.3.522.

German (Pape)

[Seite 1202] erwärmen, heiß machen; θέρμετε ὕδωρ Od. 8, 426; Ar. Ran. 1339. – Pass. warm werden, θέρμετο δ' ὕδωρ Il. 18, 348 Od. 8, 437.

French (Bailly abrégé)

1 chauffer, échauffer;
2 Pass. s'échauffer, être chaud.
Étymologie: θερμός.

Russian (Dvoretsky)

θέρμω: греть, согревать, нагревать (ὕδωρ Hom., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θέρμω: (θέρω), θερμαίνω, ζεσταίνω, θέρμετε δ’ ὕδωρ Ὀδ. Θ. 426, Ἀριστοφ. Βατρ. 1339. - Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, θέρμετο δ’ ὕδωρ Ὀδ. Θ. 437, Ἰλ. Σ. 348· πνοιῇ... μετάφρενον εὐρέε τ’ ὤμω θέρμετ’ Ψ. 381· θέρμετο δὲ χθὼν Ἐπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἔνδιος· μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ’ (Ἐπ. ἀντὶ θέρμηται) ἀϋτμὴ Ὀππ. Ἁλ. 3. 522. - Ἅπαντες οἱ τύποι (καὶ οὐδεὶς ἕτερος ἀπαντᾷ) ἠδύναντο νὰ ὑπαχθῶσιν εἰς ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ παθ. τοῦ θερμαίνω· ἐν τῇ Ἰλιάδι ὅμως (ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι φανερὰ ἡ σημασία τοῦ παρατ.

English (Autenrieth)

imp. θέρμετε:=θερμαίνω, pass., Il. 23.381.

Greek Monolingual

θέρμω (Α)
ζεσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μετονοματικό του θερμός που απαντά μόνο στον ενεστ. και πρτ. και σχηματίστηκε είτε με επίθημα y-e/o- είτε με θεματικό φωνήεν].

Greek Monotonic

θέρμω: (θέρω), θερμαίνω, ζεσταίνω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. Παθ., ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι, αναπτύσσω θερμότητα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

θέρμω, θέρω
to heat, make hot, Od., Ar.:—Pass. to be heated, grow hot, Hom.