φύλαγμα

Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,
A Glossaria on ἔρυμα, Sch.Th.6.66; on εἶλαρ, EM298.4.
2 protection, γῆ αἰώνιον φ. Secund.Sent.15, cf. Simp. in Cat.373.36.
II precept, commandment, LXX Le.8.35, 22.9, al., Jul.Gal.238c.

German (Pape)

[Seite 1313] τό, = φυλακή, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαγμα: τό, φραγμός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. παράγγελμα, ἐντολή, Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.).

Spanish

objeto que protege, amuleto

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν φυλάσσω
φύλαξη, περιφρούρηση
νεοελλ.
παραφύλαγμα, ενέδρα
μσν.-αρχ.
παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)
αρχ.
φράγμα, προστατευτικό τείχος.

Léxico de magia

τό objeto que protege, amuleto φύλασσε δὲ σεαυτόν, οἵῳ βούλει φυλάγματι guárdate a ti mismo con el amuleto que quieras P IV 2111