ἐπανάστημα

Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A rising, blister, Sch.Ar.Ra.238.
2 eminence, hill, ἐ. γῆς Phlp.in de An.311.24.
3 crest of a helmet, Hsch. s. vv. λόφος, χαλκόλοφον, EM570.4.

German (Pape)

[Seite 901] τό, Erhabenheit, Geschwulst, Schol. Il. 13, 132 Schol. Ar. Ran. 233.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάστημα: τό, ἔξαρμα τῆς ἐπιδερμίδος, φλύκταινα γινομένη εἰς τὰς χεῖρας ἐκ τῆς κωπηλασίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 233. ΙΙ. τὸ ἔκ τινος ἀνυψούμενον, «λόφος... γῆς ἐπανάστημα» Ἡσύχ.· «τὸ ἐπανάστημα τῆς περικεφαλαίας» ὁ αὐτὸς ἐν λ. χαλκόλοφον (κατὰ τὸν Κώδικα χαλκός· λόφον), πρβλ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 132.

Greek Monolingual

ἐπανάστημα, το (Α)
1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῦ κωπηλατεῖν», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γεν. κάθε προεξοχή
3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος
4. λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά-στημα «προεξοχή» (< ανίστημι)].