ἐξοστρακισμός

Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ,
A banishment by ostracism, ἐ. ποιεῖσθαι κατά τινος Plu.Them.22, cf. Themist.Ep.1.
II ἐξοστρακισμός τῆς γῆς formation of any external shell, interpol. in Corn.ND17 (nisi leg. ἐξοστεϊσμόν).

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, die Verbannung durch das Scherbengericht, Plut. Them. 22 u. A.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bannissement par ostracisme.
Étymologie: ἐξοστρακίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοστρᾰκισμός:изгнание в порядке остракизма Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοστρακισμός: ὁ, ἐξορία δι’ ὀστρακισμοῦ, Διόδ. 11. 87· ἐξ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πλουτ. Θεμ. 22.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξοστρακισμός)
1. η εξορία κάποιου με οστρακισμό, με αναγραφή δηλ. του ονόματος πάνω σε όστρακο σε συνέλευση της εκκλησίας του δήμου
2. εκδίωξη, απομάκρυνση.

Greek Monotonic

ἐξοστρᾰκισμός: ὁ, εξορία, εκδιωγμός μέσω οστρακισμού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐξοστρᾰκισμός, ὁ, [from ἐξοστρᾰκίζω]
banishment by ostracism, Plut.