ἐξοστρακισμός
English (LSJ)
ὁ,
A banishment by ostracism, ἐ. ποιεῖσθαι κατά τινος Plu.Them.22, cf. Themist.Ep.1.
II ἐξοστρακισμός τῆς γῆς formation of any external shell, interpol. in Corn.ND17 (nisi leg. ἐξοστεϊσμόν).
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, die Verbannung durch das Scherbengericht, Plut. Them. 22 u. A.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bannissement par ostracisme.
Étymologie: ἐξοστρακίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοστρᾰκισμός: ὁ изгнание в порядке остракизма Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοστρακισμός: ὁ, ἐξορία δι’ ὀστρακισμοῦ, Διόδ. 11. 87· ἐξ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πλουτ. Θεμ. 22.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξοστρακισμός)
1. η εξορία κάποιου με οστρακισμό, με αναγραφή δηλ. του ονόματος πάνω σε όστρακο σε συνέλευση της εκκλησίας του δήμου
2. εκδίωξη, απομάκρυνση.
Greek Monotonic
ἐξοστρᾰκισμός: ὁ, εξορία, εκδιωγμός μέσω οστρακισμού, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐξοστρᾰκισμός, ὁ, [from ἐξοστρᾰκίζω]
banishment by ostracism, Plut.