Λάμια

Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,
A a fabulous monster said to feed on man's flesh, a bugbear to frighten children with, Ar.V.1177, Duris 17 J., etc.
II λάμια, ἡ, a fierce shark, Arist.HA540b18, Gal.6.727, Plin.HN9.78; cf. λάμνα, λάμβαι.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Lamia, monstre féminin qui dévorait les hommes et les enfants ; pour les enfants, sorte de croquemitaine.
Étymologie: DELG λαμυρός.

Russian (Dvoretsky)

Λάμια: v.l. Λαμίᾱ ἡ Ламия
1 баснословное чудовище в образе женщины, высасывающее кровь у людей и пожиравшее их Arph.;
2 любовница Деметрия Полиоркета Plut.;
3 город во Фтиотиде - Фессалия Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Λάμιᾰ: (Α), ἡ, (οὐχὶ Λαμίᾱ, Spitzn. Vers. H. σ. 30, Meineke Μένανδρ. σ. 145)· - μυθῶδές τι τέρας, ὅπερ ἐλέγετο ὅτι ἐτρέφετο ἐξ ἀνθρωπίνων σαρκῶν, καὶ νῦν «λάμ~ια», φόβητρον τῶν παιδίων, Ἀριστοφ. Σφ. 1177, κτλ. ΙΙ. ἰχθὺς ἀδηφάγος ἐκ τῆς τάξεως τῶν σελαχοειδῶν, Ἀριστοφ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 3, πρβλ. λάμνα, λάμβαι.

Greek Monotonic

Λάμιᾰ: [ᾰ], ἡ (λαμός=λαιμός), μυθικό τέρας, λέγεται ότι τρεφόταν με σάρκες ανθρώπων και αποτελούσε φόβητρο των παιδιών, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Λάμια, ης, ἡ, λαμός = λαιμός
a monster said to feed on man's flesh, a bugbear to frighten children with, Ar.

English (Woodhouse)

goblin