θειασμός
English (LSJ)
ὁ,
A superstition, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, of Nicias, Th.7.50.
II inspiration, frenzy, θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες D.H.7.68; θειασμοῦ [ἐπιρρήματα], such as εὐοἵ, D.T.642.17.
German (Pape)
[Seite 1191] ὁ, Begeisterung, Prophezeihung in der Begeisterung, Sp., wie D. Hal. 7, 68. Bes. Aberglaube; vom Nicias heißt es, er sei ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, Thuc. 7, 50; vgl. Plut. de Herod. malign. 2 Nic. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
superstition.
Étymologie: θειάζω.
Russian (Dvoretsky)
θειασμός: ὁ (боговдохновенное) прорицание: ἦν θειασμῷ προσκείμενος Thuc., Plut. (Никий) верил в прорицания.
Greek (Liddell-Scott)
θειασμός: ἔμπνευσις θεία, ἐνθουσιασμός, μαντεία, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, ἐπὶ τοῦ Νικίου, Θουκ. 7. 50, πρβλ. 86· θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες Διον. Ἁλ. 7. 68.
Greek Monolingual
θειασμός, ὁ (Α) θειάζω
1. δεισιδαιμονία
2. θεία έμπνευση, ενθουσιασμός και, κατ' επέκταση, μαντεία.
Greek Monotonic
Middle Liddell
θειασμός, οῦ,
practice of divination, Thuc.