προπάθεια
English (LSJ)
ἡ,
A preliminary experience, anticipation, ἐλπίς ἐστι π. τις Ph.Fr.17 H.: pl., anticipations of suffering, Plu.2.666d; premonitory symptoms of disease, ib.127c.
2 previous experience, Id.Fr.7.10.
German (Pape)
[Seite 738] ἡ, Vorleiden, Vorempfindung eines Leidens, Voranzeige einer Krankheit, Plut. Symp. 4, 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pressentiment d'un mal.
Étymologie: πρό, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
προπάθεια: (πᾰ) ἡ предвестники (болезни), первые симптомы (sc. τῶν νόσων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προπάθεια: ἡ, τὰ πρῶτα συμπτώματα νόσου, Πλούτ. 2. 127D· ἴδε Wytt.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης της ψυχής
αρχ.
1. προαίσθηση για κάτι
2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. συμπάθεια].