κοινωνητικός

Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κοινωνητική, κοινωνητικόν, v.l. for κοινωνικός, Plb.2.44.1; κοινωνητική (sc. ἐπιστήμη) social science, coupled with πολιτική, Plu.2.746a:—hyperdor. κοινωνατικός, generous, liberal, Diotog. ap. Stob.4.7.62.

German (Pape)

[Seite 1470] = κοινωνικός, v.l. bei Pol. 2, 41, 1.

Russian (Dvoretsky)

κοινωνητικός: Polyb. v.l. = κοινωνικός.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνητικός: -ή, -όν, διάφ. γραφ. ἀντὶ κοινωνικός, Πολύβ. 2. 44, 1.

Greek Monolingual

κοινωνητικός και δωρ. τ. κοινωνατικός, -ή, -όν (Α) κοινωνώ
1. δ. γρφ. αντί κοινωνικός
2. (ο δωρ. τ.) α) γενναιόδωρος
β) ελευθέριος.