περίφοιτος

Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

περίφοιτον, revolving, ἔργα σελήνης Parm.10.4; of persons, wandering about, Call.Epigr.30.3,39.2, Nonn. D. 3.297, al.; ψυχὴ π. καὶ πεπλανωμένη Ph.1.484; but f.l. for περίφημον, Id.2.248.

German (Pape)

[Seite 599] umhergehend, -schweifend, vulgivagus, Callim. 1. 19 (XII, 43. XIII, 24).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui va et vient tout autour, qui rôde autour ; ou simpl. qui tourne autour;
2 autour de qui l'on rôde.
Étymologie: περί, φοιτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφοιτος -ον [περί, φοῖτος] rondwentelend:. ἔργα... πεύσῃ περίφοιτα σελήνης jij zult de rondwentelende actie van de maan leren kennen Parm. B 10.4. rondzwervend:. μισέω καὶ περίφοιτον ἐρώμενον en ik haat ook de beminde die van hand tot hand gaat AP 12.43.3.

Russian (Dvoretsky)

περίφοιτος:
1 вращающийся (ἔργα σελήνης Parmenides);
2 вращающийся среди людей, странствующий в толпе (ἡ Ἀφροδίτη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

περίφοιτος: -ον, περιστρεφόμενος, ἔργα σελήνης Παρμεν. 130˙ περιπλανώμενος, ἐπὶ χυδαίου ἔρωτος, Λατιν. vulgivagus, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 43., 13. 24. ΙΙ. Παθ., περικυκλούμενος, βασκάνων γνώμαις Φίλων 2. 248.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφοιτώ
1. ο περιστρεφόμενος, αυτός που έχει κυκλική κίνηση
2. εκείνος που πάει εδώ κι εκεί, ο άστατος.

Greek Monotonic

περίφοιτος: -ον (φοιτάω), περιστρεφόμενος, περιπλανώμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

περί-φοιτος, ον, φοιτάω
revolving, wandering, Anth.